Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πλαδαρούτσικος [επίθ.] πλακούντιος [επίθ.]
πλαζ {άκλ.} πλακουντοφόρα [ουσ ουδ πληθ.]
πλάθω αόρ. έπλασ... πλακουντοφόρος [επίθ.]
πλάι {χωρ. γεν.... πλακουτσομύτης [επίθ.]
πλάι [επίρ.] πλακουτσομύτικος [επίθ.]
πλαϊνός [επίθ.] πλακώδης {πλακώδ-ου...
πλαίσιο {πλαισί-ου... πλάκωμα {πλακώμ-ατ...
πλαισιώνομαι [ρ.] πλακώνω {πλάκω-σα,...
πλαισιώνω {πλαισίω-σ... πλάκωση {χωρ. πληθ...
πλαισίωση [θηλ.ουσ] πλακωτός [επίθ.]
πλάκα {πλακών} πλανάρια [θηλ.ουσ]
πλακάκι {πλακακ-ιο... πλανάρισμα [ουσ ουδ.]
πλακάς {πλακάδες} πλάνεμα [ουσ ουδ.]
πλακάτ {άκλ.} πλανερός [επίθ.]
πλακατζίδικος [επίθ.] πλανευτής [ουσ αρσ ]
πλακέτα {πλακετών} πλανεύτρα [θηλ.ουσ]
πλακίδιο {πλακιδί-ο... πλανεύω {πλάν-εψα,...
πλακοειδής {πλακοειδ-... πλάνη {πλανών}
πλακομύτης [επίθ.] πλανημένος [επίθ.]
πλακοστρωμένος [επίθ.] πλάνης {πλάν-ητος...
πλακοστρώνω {πλακόστρω... πλανητάριο {πλανηταρί...
πλακόστρωση {-ης κ. -ώ... πλανήτης {πλανητών}
πλακόστρωτος [επίθ.] πλανητικός [επίθ.]
πλακούντας [ουσ αρσ ] πλανητοειδής {πλανητοει...
πλακουντικός [επίθ.] πλανητολόγος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: