Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

προπύλαιο [ουσ ουδ.] προσαραγμένος [επίθ.]
προπυλένιο [ουσ ουδ.] προσαράζω {προσάραξα...
προπυλικός [επίθ.] προσάραξη [θηλ.ουσ]
προπύλιο [ουσ ουδ.] προσαρμογέας [ουσ αρσ ]
προπύργιο {προπυργί-... προσαρμογή [θηλ.ουσ]
προ–ρομαντικός [επίθ.] προσαρμόζομαι [ρ. παθ.]
προ–ρομαντισμός [ουσ αρσ ] προσαρμοζόμενος [επίθ.]
προρρηθείς {προρρηθ-έ... προσαρμόζω {προσάρμοσ...
πρόρρηση {-ης κ. -ή... προσάρμοση [θηλ.ουσ]
προς [πρόθ.] προσαρμόσιμος [επίθ.]
προσαγόρευση [θηλ.ουσ] προσαρμοστής [ουσ αρσ ]
προσάγω {προσ-ήγαγ... προσαρμοστικός [επίθ.]
προσαγωγή [θηλ.ουσ] προσαρμοστικότητα {χωρ. πληθ...
προσαγωγός [επίθ.] προσάρτημα {προσαρτήμ...
προσάμμωση {-ης κ. -ώ... προσαρτημένος [επίθ.]
προσανάβαση {-ης κ. -ά... προσάρτηση {-ης κ. -ή...
προσάναμμα {προσανάμμ... προσαρτώ {προσαρτάς...
προσανατολίζομαι [ρ. παθ.] προσαρτώμαι [ρ.]
προσανατολίζω {προσανατό... προσαυξάνω {προσαύξη-...
προσανατολισμένος [επίθ.] προσαύξηση [θηλ.ουσ]
προσανατολισμός [ουσ αρσ ] προσβάλλομαι πρτ. προσέ...
προσανατολιστικός [επίθ.] προσβάλλω {πρόσ-βαλα...
προσάνεμος [επίθ.] προσβάλλων [ουσ αρσ ]
προσάντης [επίθ.] πρόσβαση {-ης κ. -ά...
προσάπτω {προσ-ήψα,... προσβεβλημένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: