Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

προστατίτιδα {χωρ. γεν.... προσυστολικός [επίθ.]
προσταχτικός [επίθ.] προσφάγι [ουσ ουδ.]
προστέγασμα {προστεγάσ... προσφάι [ουσ ουδ.]
πρόστεγο {προστέγ-ο... πρόσφατα [επίρ.]
προστίθεμαι αόρ. πρόσθ... πρόσφατος [επίθ.]
πρόστιμο {προστίμ-ο... προσφάτως [επίρ.]
προστρέχω {προσέτρεξ... προσφέρομαι αόρ. πρόσφ...
προστριβή [θηλ.ουσ] προσφέρω {πρόσφερ-α...
προστρίβω (προσέτριψ... προσφέρων [ουσ αρσ ]
πρόστυλο [ουσ ουδ.] προσφεύγω {προσέφυγα...
πρόστυχα [επίρ.] προσφιλής {προσφιλ-ο...
προστυχεύω {προστύχεψ... προσφορά [θηλ.ουσ]
προστυχιά [θηλ.ουσ] πρόσφορος [επίθ.]
προστυχιές [θηλ. ουσ πληθ.] πρόσφυγας {(θηλ. γεν...
προστυχολογία [θηλ.ουσ] προσφυγή [θηλ.ουσ]
πρόστυχος [επίθ.] προσφυγικός [επίθ.]
προστώο [ουσ ουδ.] προσφυής {προσφυ-ού...
προσυλλογισμός [ουσ αρσ ] πρόσφυμα {προσφύμ-α...
προσυνειδητός [επίθ.] πρόσφυση {-ης κ. -ύ...
προσυπογραφή [θηλ.ουσ] προσφώνηση {-ης κ. -ή...
προσυπογράφω {προσυπέγρ... προσφωνώ {προσφωνεί...
προσυπογράφων [ουσ αρσ ] πρόσχαρος [επίθ.]
προσυσκευάζω [ρ.] προσχεδιάζω {προσχεδία...
προσυσκευασία [θηλ.ουσ] προσχεδιασμένα [επίρ.]
προσυστολή [θηλ.ουσ] προσχεδιασμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: