Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

προσχεδιασμός [ουσ αρσ ] προσωπικός [επίθ.]
προσχέδιο {προσχεδί-... προσωπικότητα {προσωπικο...
πρόσχημα {προσχήμ-α... πρόσωπο {προσώπ-ου...
προσχηματίζω [ρ.] προσωπογραφία {προσωπογρ...
προσχηματικός [επίθ.] προσωπογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
προσχηματισμός [ουσ αρσ ] προσωπογραφώ {προσωπογρ...
προσχολικός [επίθ.] προσωποληψία [θηλ.ουσ]
προσχωματικός [επίθ.] προσωποπαγής {προσωποπα...
προσχωμάτωση [θηλ.ουσ] προσωποποιημένος [επίθ.]
προσχώρηση {-ης κ. -ή... προσωποποίηση {-ης κ. -ή...
προσχωρώ {προσχωρεί... προσωποποιία [θηλ.ουσ]
πρόσχωση {-ης κ. -ώ... προσωποποιώ {προσωποπο...
πρόσω [επίρ.] προσώρας [επίρ.]
προσωδία {προσωδιών... προσωρινά [επίρ.]
προσωδιακός [επίθ.] προσωρινός [επίθ.]
προσωκρατικός [επίθ.] προσωρινότητα [θηλ.ουσ]
προσωνυμία {προσωνυμι... πρόταση {-ης κ. -ά...
πρόσωπα [ουσ ουδ πληθ.] προτάσσω {προ-έταξα...
προσωπάκι [ουσ ουδ.] προτείνω {πρότ-εινα...
προσωπάρχης {κλητ. προ... προτείνων [επίθ.]
προσωπείο [ουσ ουδ.] προτείχισμα [ουσ ουδ.]
προσωπίδα [θηλ.ουσ] προτεκτοράτο [ουσ ουδ.]
προσωπιδοφόρος [επίθ.] προτελευταίος [επίθ.]
προσωπικά [επίρ.] προτεραιότητα {προτεραιο...
προσωπικό [ουσ ουδ.] προτερανδρία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: