Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

προφιτερόλ {άκλ.} πρόχειρος [επίθ.]
προφορά [θηλ.ουσ] προχειρότητα {προχειροτ...
προφορικά [επίρ.] προχείρως [επίρ.]
προφορικός [επίθ.] προχθές [επίρ.]
προφταίνω {πρόφτασα}... προχοΐδα [θηλ.ουσ]
προφύλαγμα {προφυλάγμ... προχρηματοδότηση {-ης κ. -ή...
προφυλαγμένος [επίθ.] προχρηματοδοτώ [ρ.]
προφυλάγομαι [ρ.] προχριστιανικός [επίθ.]
προφυλάγω (προφύλ-αξ... προχρονολογημένος [επίθ.]
προφυλακή [θηλ.ουσ] προχρονολόγηση [θηλ.ουσ]
προφυλακίζω {προφυλάκι... προχρονολογώ {προχρονολ...
προφυλάκιση [-εις] προχρωμόσωμα [ουσ ουδ.]
προφυλακτήρας [ουσ αρσ ] προχτές [επίρ.]
προφυλακτικό [ουσ ουδ.] πρόχωμα {προχώμ-ατ...
προφυλακτικός [επίθ.] προχώνεψη [θηλ.ουσ]
προφυλακτικόςειδοποιώ [ρ.] προχώρα! [επιφ.]
προφυλακτικότητα [θηλ.ουσ] προχώρημα [ουσ ουδ.]
προφύλαξη {-ης κ. -ά... προχωρημένος [επίθ.]
προφυλάσσομαι [ρ. παθ.] προχωρώ {προχωρ-εί...
προφυλάσσω {προφύλα-ξ... πρόψυξη [θηλ.ουσ]
πρόχειρα [επίρ.] προώθηση {-ης κ. -ή...
πρόχειρο [ουσ ουδ.] προωθητικός [επίθ.]
προχειροδουλειά [θηλ.ουσ] προωθούμαι [ρ. παθ.]
προχειροκατασκευασμένος [επίθ.] προωθώ {προωθείς....
προχειρολόγος [επίθ.] προωθών [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: