Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

συνουσιαστικός [επίθ.] συντάκτης {συντακτών...
σύνοφρυς [επίθ.] συντακτικό [ουσ ουδ.]
συνοφρύωμα [ουσ ουδ.] συντακτικός [επίθ.]
συνοφρυωμένα [επίρ.] συντάκτρια {συντακτρι...
συνοφρυωμένος [επίθ.] σύνταξη {-ης κ. -ά...
συνοφρυώνομαι {συνοφρυώ-... συνταξιδιώτης [ουσ αρσ ]
συνοφρύωση [θηλ.ουσ] συντάξιμος [επίθ.]
συνοχή [θηλ.ουσ] συνταξιοδοτημένος [επίθ.]
σύνοψη {-ης κ. -ό... συνταξιοδότηση [θηλ.ουσ]
συνοψίζοντας [επίρ.] συνταξιοδοτικός [επίθ.]
συνοψίζω {συνόψισ-α... συνταξιοδοτούμαι [ρ.]
συνόψιση [θηλ.ουσ] συνταξιοδοτώ {συνταξιοδ...
συνοψίσιμος [επίθ.] συνταξιούχος [ουσ αρσ και θηλ.]
συνοψιστικός [επίθ.] συνταράζομαι [ρ.]
συνταγή [θηλ.ουσ] συνταρακτικός [επίθ.]
σύνταγμα {συντάγμ-α... συντάραξη [θηλ.ουσ]
συνταγματάρχης {(κλητ. συ... συνταράσσων [επίθ.]
συνταγματικά [επίρ.] συντάσσομαι αόρ. συνέτ...
συνταγματικός [επίθ.] συντάσσω αόρ. συνέτ...
συνταγματικότητα {χωρ. πληθ... συνταυτίζομαι [ρ.]
συνταγματισμός [ουσ αρσ ] συνταυτίζω {συνταύτισ...
συνταγματολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] συνταύτιση [θηλ.ουσ]
συνταγολόγιο {συνταγολο... συνταυτισμός [ουσ αρσ ]
συνταιριάζω {συνταίρια... συντείνω {συνέτεινα...
συνταίριασμα [ουσ ουδ.] συντεκνία [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: