Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σύσκιο [ουσ ουδ.] συσταλτικός [επίθ.]
συσκοτίζομαι [ρ.] συσταλτικότητα [θηλ.ουσ]
συσκοτίζω {συσκότισ-... σύσταση {-ης κ. -ά...
συσκότιση {-ης κ. -ί... συστασιώτης {συστασιωτ...
συσκοτισμός [ουσ αρσ ] συστατικό [ουσ ουδ.]
σύσπαση {-ης κ. -ά... συστατικός [επίθ.]
συσπασμένος [επίθ.] συστεγάζομαι {συστεγάσ-...
σύσπαστο [ουσ ουδ.] συστέγαση [θηλ.ουσ]
συσπειρώνομαι [ρ.] συστέλλομαι αόρ. συστά...
συσπείρωση {-ης κ. -ώ... συστέλλω {συνέστειλ...
συσπώ [ρ.] σύστημα {συστήμ-ατ...
συσπώμαι {συσπάσαι.... συστηματικά [επίρ.]
συσσίτιο {συσσιτί-ο... συστηματική [θηλ.ουσ]
συσσωματωμένος [επίθ.] συστηματικός [επίθ.]
συσσωματώνομαι [ρ.] συστηματικότητα {χωρ. πληθ...
συσσωματώνω {συσσωμάτω... συστηματοποιημένος [επίθ.]
συσσωμάτωση {-ης κ. -ώ... συστηματοποίηση [θηλ.ουσ]
σύσσωμος [επίθ.] συστηματοποιώ {συστηματο...
συσσωρευμένος [επίθ.] συστημένος [επίθ.]
συσσωρεύομαι [ρ. παθ.] συστήνομαι αόρ. σύστη...
συσσώρευση {-ης κ. -ε... συστηνόμαστε! [επιφ.]
συσσωρευτής [ουσ αρσ ] συστήνω {σύ-στησα,...
συσσωρευτικός [επίθ.] συστοιχία {συστοιχιώ...
συσσωρεύω {συσσώρευ-... συστολή [θηλ.ουσ]
συστάδην [επίρ.] συστολικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: