Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σωσίβιο–ζώνη [θηλ.ουσ] ταβερνείον [ουσ ουδ.]
σωσίβιο–κουλούρα [θηλ.ουσ] ταβερνιάρης {ταβερνιάρ...
σωσίβιο–τζάκετ [ουσ ουδ.] τάβλι {ταβλιού |...
σώσιμο {σωσίματος... ταγάρι [ουσ ουδ.]
σωσμένος [επίθ.] Ταγγέρη [θηλ.ουσ]
σωστά [επίρ.] ταγέρ {άκλ.}
σωστά! [επιφ.] ταγή [θηλ.ουσ]
σωστός [επίθ.] ταγιατέλες [θηλ. ουσ πληθ.]
σώσω (έσωσα, σώ... ταγιέρ [ουσ ουδ.]
σωτήρας {σωτειρών}... τάγισμα [ουσ ουδ.]
σωτηρία {χωρ. πληθ... τάγιστρο [ουσ ουδ.]
σωτήριος [επίθ.] ταγκάδα [θηλ.ουσ]
σωφέρ [ουσ αρσ ] τάγκιασμα [ουσ ουδ.]
σώφλουδα [θηλ.ουσ] ταγκίζω μππ. ταγκι...
σώφρονας [επίθ.] ταγκίλα [θηλ.ουσ]
σωφρονίζω {σωφρόνισ-... ταγκό [ουσ ουδ.]
σωφρονισμός [ουσ αρσ ] ταγκός [επίθ.]
σωφρονιστήριο {σωφρονιστ... τάγμα {τάγμ-ατος...
σωφρονιστικός [επίθ.] ταγματάρχης {(κλητ. τα...
σωφροσύνη {χωρ. πληθ... τάδε [αντων.]
σώφρων {σώφρ-ονος... τάζω μππ. και τ...
τα [άρθ.] τάιγκα [θηλ.ουσ]
ταβάνι {ταβαν-ιού... ταΐζω {τάισ-α, -...
ταβέρνα {σπάν. ταβ... Ταϊλάνδη [θηλ.ουσ]
ταβερνάκι [ουσ ουδ.] τάιμ άουτ [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: