Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ελαφρωμένος [επίθ.] ελέγκτρια {ελεγκτριώ...
ελαφρώνομαι [ρ. παθ.] ελέγξιμος [επίθ.]
ελαφρώνω {ελάφρω-σα... ελεγχθείς [επίθ.]
ελάφρωση [θηλ.ουσ] ελέγχομαι Ρ αόρ. έλε...
ελάχιστα [επίρ.] ελεγχόμενος [επίθ.]
ελάχιστο {ελαχίστ-ο... έλεγχος {ελέγχ-ου ...
ελαχιστοποίηση [θηλ.ουσ] ελέγχω {έλεγξα (λ...
ελαχιστοποιούμαι [ρ. παθ.] ελέγχων [επίθ.]
ελαχιστοποιώ [-είς, -εί... ελεεινά [επίρ.]
ελάχιστος {-ου κ. λό... ελεεινολογούμαι [ρ. παθ.]
ελάχιστος [επίθ.] ελεεινολογώ {ελεεινολο...
ελαχιστότητα [ουσ αρσ ] ελεεινός [επίθ.]
Ελβετία [κύρ.όν. θηλ.] ελεεινότατος [επίθ.]
Ελβετίδα [θηλ.ουσ] ελεεινότερος [επίθ.]
ελβετικός [επίθ.] ελεεινότητα [θηλ.ουσ]
Ελβετός [ουσ αρσ ] ελεήμονας [επίθ.]
ελγίνεια {Ελγινείων... ελεημονέστατος [επίθ.]
ελεατικός [επίθ.] ελεημονέστατος [επίθ.]
ελεατισμός [ουσ αρσ ] ελεημονέστερος [επίθ.]
ελεβατόριο [ουσ ουδ.] ελεημονέστερος [επίθ.]
ελεγεία {ελεγειών} ελεημονικός [επίθ.]
ελεγειακός [επίθ.] ελεημονώ {ελεημονεί...
ελεγείο [ουσ ουδ.] ελεημοσύνη {χωρ. γεν....
ελεγκτής {ελεγκτριώ... ελεήμων {ελεήμ-ονο...
ελεγκτικός [επίθ.] ελεητικά [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: