Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βόλισμα [ουσ ουδ.] βομβοβόλο [ουσ ουδ.]
Βολιώτης [ουσ αρσ ] βόμβος {χωρ. πληθ...
Βολιώτισσα [θηλ.ουσ] βόμβυκας [ουσ αρσ ]
βόλλεϊ-μπολ [ουσ ουδ.] βομβύκιο {βομβυκί-ο...
βολοδέρνω Ρ αόρ. βολ... βόμβυξ {βόμβ-υκος...
βολοκόπος [ουσ αρσ ] βομβώ {-είς...}
βόλος [ουσ αρσ ] βομβών [ουσ αρσ ]
βόλτα {χωρ. γεν.... βοοειδές [επίθ.]
βολτάζ [ουσ ουδ.] βοοειδή bl E10
βολταϊκός [επίθ.] βορά [θηλ.ουσ]
βολτάμετρο {βολταμέτρ... βόρακας [ουσ αρσ ]
βολτάρω {βόλταρ-α ... βόραξ [ουσ αρσ ]
βολτίτσα [θηλ.ουσ] βοράς [ουσ αρσ ]
βολτόμετρο {βολτομέτρ... βόρβορος {βορβόρου ...
βολφράμιο {βολφραμίο... βορβορώδης [επίθ.]
βολφραμίτης [ουσ αρσ ] βόρεια [επίρ.]
βόμβα {βομβών} βορειανατολικός [επίθ.]
βομβαρδίζω {βομβάρδισ... βορειοαμερικανός [αρσ. επίθ και ουσ]
βομβαρδισμός [ουσ αρσ ] βορειοανατολικός [επίθ.]
βομβαρδιστής [ουσ αρσ ] βορειοατλαντικός [επίθ.]
βομβαρδιστικός [επίθ.] βορειοαφρικανός [αρσ. επίθ και ουσ]
βομβητής [ουσ αρσ ] Βορειοβιετναμέζος [ουσ αρσ και θηλ.]
βομβιστής [ουσ αρσ ] βορειοδυτικός [επίθ.]
βομβιστικός [επίθ.] βορειοελλαδικός [επίθ.]
βομβίστρια {βομβιστρι... βορειοελλαδίτης [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: