Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βουβαίνομαι [ρ. παθ.] βούκεντρο {βουκεντρώ...
βουβαίνω {βούβα-να,... βουκεφάλας [ουσ αρσ ]
βουβάλα [θηλ.ουσ] βούκινο [ουσ ουδ.]
βουβάλι [ουσ ουδ.] βούκινον [ουσ ουδ.]
βουβαλοζεύγαρον [ουσ ουδ.] βουκολικός [επίθ.]
βούβαλος [ουσ αρσ ] βουκόλος [ουσ αρσ ]
βουβαμάρα {χωρ. πληθ... βουκολώ {βουκολείς...
βουβαμένος [επίθ.] βούλα [θηλ.ουσ]
βουβαμός [ουσ αρσ ] Βουλγάρα [θηλ.ουσ]
βουβός [επίθ.] Βουλγαρία [κύρ.όν. θηλ.]
βουβώνας [ουσ αρσ ] βουλγαρικά [ουσ ουδ πληθ.]
βουβωνικός [επίθ.] βουλγαρικός [επίθ.]
βουβωνοκήλη {χωρ. πληθ... βουλγάρικος [επίθ.]
Βούδας [ουσ αρσ ] Βούλγαρος [ουσ αρσ ]
βουδισμός [ουσ αρσ ] βούλες [θηλ. ουσ πληθ.]
βουδιστής [ουσ αρσ ] βούλευμα {βουλεύμ-α...
βουδιστικός [επίθ.] βουλευτήριο {βουλευτηρ...
βουδίστρια [θηλ.ουσ] βουλευτής {θηλ. βουλ...
βουή [θηλ.ουσ] βουλευτικός [επίθ.]
βουητό [ουσ ουδ.] βουλευτίνα {χωρ. γεν....
βουιδέ [θηλ.ουσ] βουλή [θηλ.ουσ]
βουΐζω {βούι-ξα κ... βούληση {-ης κ. -ή...
βούκα [θηλ.ουσ] βουλητικός [επίθ.]
βουκέντρα [θηλ.ουσ] βούλιαγμα [ουσ ουδ.]
βουκέντρι [ουσ ουδ.] βουλιαγμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: