Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αλλαντικά [ουσ ουδ πληθ.] αλλεργιολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
αλλαντικό [ουσ ουδ.] αλλέστα [επίρ.]
αλλαντοποιείο [ουσ ουδ.] αλλέστος [επίθ.]
αλλαντοπωλείο [ουσ ουδ.] αλλέως [επίρ.]
αλλαντοπώλης [ουσ αρσ ] άλλη [επίθ.]
αλλαντοπώλισσα [θηλ.ουσ] αλληγορία {αλληγοριώ...
αλλαξιά [θηλ.ουσ] αλληγορικός [επίθ.]
αλλαξογνωμώ [ρ. μτβ.] αλληγορικότητα [θηλ.ουσ]
αλλαξοδρομίζω [ρ.αμτβ.] αλληγοριστής [ουσ αρσ ]
αλλαξοθρησκεία [θηλ.ουσ] αλληθωρίζω {αλληθώρισ...
αλλαξόπιστη [θηλ.ουσ] αλληθώρισμα [ουσ ουδ.]
αλλαξοπιστία [θηλ.ουσ] αλληθωρισμός {χωρ. πληθ...
αλλαξοπιστώ {αλλαξοπισ... αλλήθωρος [επίθ.]
αλλα-οτάβα [επίρ.] αλληλαπάγονται aor αλληλο...
αλλασμένος [επίθ.] αλληλαπαγωγή [θηλ.ουσ]
αλλάσσω aor άλλαξα... αλληλαρπάζονται 1pl αλληλο...
αλλάχνω aor άλλαξα... αλληλασφάλεια {αλληλασφα...
αλλέα [θηλ.ουσ] αλληλεγγύη {χωρ. πληθ...
αλλεγκρέτο [ουσ ουδ.] αλληλέγγυος [επίθ.]
αλλεπαλληλία {αλλεπαλλη... αλληλεγγυότης [θηλ.ουσ]
αλλεπάλληλος [επίθ.] αλληλένδετος [επίθ.]
αλλεργία {αλλεργιών... αλληλεξαρτημένος [επίθ.]
αλλεργικός [επίθ.] αλληλεξάρτηση {-ης κ. -ή...
αλλεργιογόνο [ουσ ουδ.] αλληλεξαρτώμενος [επίθ.]
αλλεργιολογία [θηλ.ουσ] αλληλεξαρτώνται [ρ. απρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: