Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

επιβήτορας {επιβητόρω... επιβοηθητικός [επίθ.]
επιβιβάζομαι [ρ. παθ.] επιβολή {χωρ. πληθ...
επιβιβάζω {επιβίβα-σ... επιβουλεύομαι {επιβουλεύ...
επιβίβαση {-ης κ. -ά... επιβουλή [θηλ.ουσ]
επιβιβαστείτε! [επιφ.] επίβουλος [επίθ.]
επιβιώνω (επιβίωσα) επιβραβεύομαι [ρ. παθ.]
επιβιώνων [επίθ.] επιβράβευση [θηλ.ουσ]
επιβίωση {-ης κ. -ώ... επιβραβεύω {επιβράβευ...
επιβλαβέστατος [επίθ.] επιβραδύνομαι [ρ. παθ.]
επιβλαβέστερος [επίθ.] επιβράδυνση {-ης κ. -ύ...
επιβλαβής {επιβλαβ-ο... επιβραδυντής [ουσ αρσ ]
επιβλέπουσα [θηλ.ουσ] επιβραδυντικός [επίθ.]
επιβλέπω {επέβλεψα}... επιβραδύνω {επιβράδυν...
επιβλέπων {επιβλέπ-ο... επιβραδύνων [επίθ.]
επίβλεψη {-ης κ. -έ... επιγαστρικός [επίθ.]
επιβληθείς [επίθ.] επιγάστριο {επιγαστρί...
επιβλητικά [επίρ.] επιγεγραμμένος [επίθ.]
επιβλητικός [επίθ.] επίγεια [ουσ ουδ πληθ.]
επιβλητικότατος [επίθ.] επίγειος [επίθ.]
επιβλητικότερος [επίθ.] επιγένεση {-ης κ. -έ...
επιβλητικότητα [θηλ.ουσ] επιγενέστατος [επίθ.]
επιβλητικώτατος [επίθ.] επιγενέστερος [επίθ.]
επιβλητικώτερος [επίθ.] επιγενετικός [επίθ.]
επιβλητός [επίθ.] επιγενόμενοι [ουσ αρσ πληθ.]
επιβοήθεια [θηλ.ουσ] επιγίνομαι [ρ. παθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: