Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κλείσιμο {κλεισίμ-α... κλεφτά [επίρ.]
κλεισμένος [επίθ.] κλεφτάκος [ουσ αρσ ]
κλεισούρα {χωρ. γεν.... κλεφταράς {κλεφταράδ...
κλειστογαμία [θηλ.ουσ] κλεφταρού {κλεφταρού...
κλειστογαμικός [επίθ.] κλέφτης {κλεφτών}
κλειστός [επίθ.] κλέφτικο [ουσ ουδ.]
κλειστοφοβία {χωρ. πληθ... κλέφτικος [επίθ.]
κλειστοφοβικός [επίθ.] κλεφτοκοτάς {κλεφτοκοτ...
κλείστρο [ουσ ουδ.] κλεφτοπόλεμος {κλεφτοπολ...
κλεισώρια [θηλ.ουσ] κλεφτός [επίθ.]
κλειτορίδα [θηλ.ουσ] κλεφτοφάναρο [ουσ ουδ.]
κλείω (έκλεισα, ... κλέφτρα {κλεφτρών}
κλεμμένος [επίθ.] κλεφτρόνι {κλεφτρον-...
κλένω [ρ. μτβ. και αμετβ.] κλέφτω (έκλεψα, κ...
κλέος {κλέ-ους |... κλεψιά [θηλ.ουσ]
κλεπταποδοχή [θηλ.ουσ] κλεψίγαμος [επίθ.]
κλεπταποδόχος [ουσ αρσ και θηλ.] κλεψιμαίικα [ουσ ουδ πληθ.]
κλεπτάτα [επίρ.] κλέψιμο {κλεψίμ-ατ...
κλέπτης [ουσ αρσ ] κλεψιτυπία {κλεψιτυπι...
κλεπτομανής {κλεπτομαν... κλεψύδρα {κλεψύδρων...
κλεπτομανία [θηλ.ουσ] κλήμα {κλήμ-ατος...
κλέπτρια [θηλ.ουσ] κληματαριά [θηλ.ουσ]
κλέπτω (έκλεψα, κ... κληματίδα [θηλ.ουσ]
κλέφθης [ουσ αρσ ] κληματόβεργα {χωρ. γεν....
κλέφθω [ρ.] κληματόφυλλο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: