Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ορθοδοντικός [ουσ αρσ και θηλ.] ορθοπτικός [επίθ.]
ορθοδοξία {ορθοδοξιώ... ορθορομβικός [επίθ.]
ορθόδοξος [επίθ.] ορθός [επίθ.]
ορθοδρομία {ορθοδρομι... ορθοσκοπικός [επίθ.]
Ορθοδρομικός [επίθ.] ορθοσκόπιο {ορθοσκοπί...
ορθοέπεια {χωρ. πληθ... ορθοστάτης {ορθοστατώ...
ορθόκεντρο {ορθοκέντρ... ορθοστατικός [επίθ.]
ορθοκήλη [θηλ.ουσ] ορθοστοιχία {ορθοστοιχ...
ορθόκλαστο [ουσ ουδ.] ορθότητα {χωρ. πληθ...
ορθολογία [θηλ.ουσ] ορθότροπος [επίθ.]
ορθολογικά [επίρ.] ορθοφροσύνη η (χωρίς π...
ορθολογικοποιώ [ρ.] ορθοφωνία {χωρ. πληθ...
ορθολογικός [επίθ.] ορθοχρωματικός [επίθ.]
ορθολογικότητα [θηλ.ουσ] Ορθοψυχιατρική [θηλ.ουσ]
ορθολογισμός [ουσ αρσ ] Ορθοψυχιατρικός [επίθ.]
ορθολογιστής [ουσ αρσ ] ορθρινός [επίθ.]
ορθολογιστικός [επίθ.] όρθρος [ουσ αρσ ]
ορθοπεδική [θηλ.ουσ] ορθώνομαι [ρ. παθ.]
ορθοπεδικός [επίθ.] ορθώνω {όρθω-σα, ...
ορθοπεδικός [ουσ αρσ και θηλ.] όρθωση [θηλ.ουσ]
ορθοποδίζω (ορθοπόδ-ι... όρια [θηλ. ουσ πληθ.]
ορθοποδώ [-είς, -εί... οριακά [επίρ.]
ορθόπτερο {ορθοπτέρ-... οριακός [επίθ.]
ορθόπτερος [επίθ.] Οριγένης [ουσ αρσ ]
ορθοπτική [θηλ.ουσ] οριεντάλ [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: