Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αλαφριές [ουσ αρσ πληθ.] άλγεβρα η, gen άλγ...
αλαφρογγίζω [ρ. μτβ.] αλγεβρικά [επίρ.]
αλαφρόγνωμος [επίθ.] αλγεβρικός [επίθ.]
αλαφροζυγιάζομαι [ρ. παθ.] αλγεβριστής [ουσ αρσ ]
αλαφροΐσκιωτος [επίθ.] αλγεινός [επίθ.]
αλαφροκοιμάμαι prp αλαφρο... Αλγερία [θηλ.ουσ]
αλαφρομυαλιά [θηλ.ουσ] Αλγερινή [θηλ.ουσ]
αλαφρόμυαλος [επίθ.] Αλγερινός [ουσ αρσ ]
αλαφρόπετρα [θηλ.ουσ] αλγηδών gen αλγηδό...
αλαφρός [επίθ.] αλγολαγνεία {χωρ. πληθ...
αλαφρόσκιωτος [επίθ.] αλγοριθμικός [επίθ.]
αλαφροσκώνω [ρ. μτβ.] αλγόριθμος {αλγορίθμ-...
αλαφρότατος [επίθ.] άλγος {άλγ-ους |...
αλαφρότατος [επίθ.] αλγώ {-είς...} ...
αλαφρότερος [επίθ.] αλδεΰδη [θηλ.ουσ]
αλαφρότερος [επίθ.] αλδεϋδικός [επίθ.]
αλάφρωμα [ουσ ουδ.] αλέα {αλεών}
αλαφρωμένος [επίθ.] αλεγκρία [θηλ.ουσ]
αλαφρώνω aor αλάφρω... αλέγκρος [επίθ.]
Αλβανή [θηλ.ουσ] αλεγράδα [θηλ.ουσ]
Αλβανία [κύρ.όν. θηλ.] αλεγράρω aor αλεγρά...
Αλβανίδα [θηλ.ουσ] αλέγρος {χωρ. πληθ...
αλβανικά [ουσ ουδ πληθ.] αλεηλάτιστος [επίθ.]
αλβανικός [επίθ.] αλέθω Ρ αόρ. άλε...
Αλβανός [ουσ αρσ ] αλειάνιστος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: