Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

απολάω [ρ. μτβ.] απολιθωμένος [επίθ.]
απολείπω (απέλ-ειψα... απολιθώνομαι απολιθώθηκ...
απολειτουργάω aor απολει... απολιθώνω (απολίθ-ωσ...
απολειφάδι {απολειφαδ... απολίθωση [θηλ.ουσ]
απόλεμος [επίθ.] άπολις [ουσ αρσ και θηλ.]
απολεπίζομαι [ρ. παθ.] απολιτικός [επίθ.]
απολεπίζω (απολέπ-ισ... απολίτιστα [επίρ.]
απολέπιση {-ης κ. -ί... απολίτιστος [επίθ.]
απολέπισις [θηλ.ουσ] απόλλυμαι aor απολέσ...
απολεπισμένος [επίθ.] απολλύω (απώλ-εσα,...
απολεύκανση [θηλ.ουσ] Απόλλων {Απόλλων-ο...
απολευτερωμένος [επίθ.] Απόλλωνας [κύρ.όν. αρσ.]
απολήγω (απόληξα) ... απολλώνιος [επίθ.]
απόληξη {-ης κ. -ή... απολογητής [ουσ αρσ ]
απόληξις [θηλ.ουσ] απολογητική [θηλ.ουσ]
απολησμονημένος [επίθ.] απολογητικός [επίθ.]
απολησμονιά [θηλ.ουσ] απολογήτρια [θηλ.ουσ]
απολησμονώ (απολησμόν... απολογία {απολογιών...
απόληψη η, gen απο... απολογισμός [ουσ αρσ ]
απολιθοποίηση [θηλ.ουσ] απολογούμαι (απολογήθη...
απολίθωμα {απολιθώμ-... απολύεις [επίρ.]
απολιθωματικός [επίθ.] απολυμαίνω (απολύμ-αν...
απολιθωματοποίηση [θηλ.ουσ] απολύμανση {-ης κ. -ά...
απολιθωματοποιούμαι [ρ. παθ.] απολυμαντής [ουσ αρσ ]
απολιθωματοποιώ [ρ. μτβ.] απολυμαντικό [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: