Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βούτημα [ουσ ουδ.] βραβεύομαι [ρ. παθ.]
βουτηχτής {βουτηχτ-ά... βράβευση {-ης κ. -ε...
βουτηχτός [επίθ.] βραβεύσιμος [επίθ.]
βουτιά [θηλ.ουσ] βραβεύω {βράβευ-σα...
βουτρόφος [ουσ αρσ και θηλ.] βραβεύων [ουσ αρσ ]
βουτσί {χωρ. πληθ... βραγιά [θηλ.ουσ]
βουτυλένιο [ουσ ουδ.] βράγχια {βραγχίων}
βουτυλικός [επίθ.] βραγχιακός [επίθ.]
βουτύλιο [ουσ ουδ.] βραδέως [επίρ.]
βουτυρένιος [επίθ.] βράδι [ουσ ουδ.]
βούτυρο {βουτύρ-ου... βραδιά [θηλ.ουσ]
βουτυρόγαλα {βουτυρογά... βραδιάζει [ρ. απρ.]
βουτυροκακάο [ουσ ουδ.] βράδιασμα [ουσ ουδ.]
βουτυροκομείο [ουσ ουδ.] βραδιάτικος [επίθ.]
βούτυρον [ουσ ουδ.] βραδινό [ουσ ουδ.]
βουτυρόπαιδο [ουσ ουδ.] βραδινός [επίθ.]
βουτυροποιείο [ουσ ουδ.] βράδυ {βραδ-ιού ...
βουτυροποιία {χωρ. πληθ... βραδυγλωσσία {χωρ. πληθ...
βουτυρωμένος [επίθ.] βραδύγλωσσος [επίθ.]
βουτυρώνω {βουτύρω-σ... βραδυκαρδία {χωρ. πληθ...
βουτώ {βουτάς...... βραδυκίνητος [επίθ.]
βουτώ {βουτάς...... βραδυλαλία [θηλ.ουσ]
βοώ {βοάς... |... βραδύνοια {χωρ. πληθ...
βραβείο [ουσ ουδ.] βραδυνός [επίθ.]
βραβευμένος [επίθ.] βραδύνους [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: