Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εμπεδωμένος [επίθ.] έμπιστα [επίρ.]
εμπεδώνω {εμπέδω-σα... εμπιστεύομαι {εμπιστεύ-...
εμπέδωση {-ης κ. -ώ... εμπιστευτικά [επίρ.]
εμπειρία {εμπειριών... εμπιστευτικός [επίθ.]
εμπειριαρχία [θηλ.ουσ] έμπιστος [επίθ.]
εμπειρικά [επίρ.] έμπιστος [ουσ αρσ ]
εμπειρικισμός [ουσ αρσ ] εμπιστοσύνη {χωρ. πληθ...
εμπειρικός [επίθ.] έμπλαστρο {εμπλάστρ-...
εμπειριοκρατία [θηλ.ουσ] εμπλέκομαι Ρ αόρ. ενέ...
εμπειρισμός [ουσ αρσ ] εμπλέκω {ενέπλ-εξα...
εμπειριστής [ουσ αρσ ] έμπλεος [επίθ.]
εμπειριστικός [επίθ.] εμπλοκή [θηλ.ουσ]
εμπειρογνώμονας {(θηλ. εμπ... εμπλουτίζομαι [ρ. παθ.]
εμπειρογνωμοσύνη [θηλ.ουσ] εμπλουτίζω {εμπλούτισ...
εμπειρογνώμων {εμπειρογν... εμπλουτισμένος [επίθ.]
εμπειροπόλεμος [επίθ.] εμπλουτισμός {χωρ. πληθ...
έμπειρος [επίθ.] έμπλωρος [επίθ.]
εμπειρότατος [επίθ.] εμπνέομαι Ρ αόρ. ενέ...
εμπειρότερος [επίθ.] έμπνευση {-ης κ. -ε...
εμπειροτεχνία [θηλ.ουσ] εμπνευσμένος [επίθ.]
εμπεριστατωμένα [επίρ.] εμπνευστής [ουσ αρσ ]
εμπεριστατωμένος [επίθ.] εμπνευστικός [επίθ.]
εμπέτασμα {εμπετάσμ-... εμπνεύστρια [θηλ.ουσ]
εμπίπτει [ρ. απρ.] εμπνέω {ενέπνευσα...
εμπίπτω (μόνο στο ... εμπνοή [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: