Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κόντης [ουσ αρσ ] κοντοστέκω (μόνο στον...
κοντινά [επίρ.] κοντοστένομαι [ρ. παθ.]
κοντινός [επίθ.] κοντοστούπα [θηλ.ουσ]
κον§τι§νό§τα§τος [επίθ.] κοντοστούπης {κοντοστού...
κοντινότερος [επίθ.] κον§τό§τε§ρος [επίθ.]
κοντίνουο [ουσ ουδ.] κοντοφάρδουλος [επίθ.]
κόντιτον [ουσ ουδ.] κοντόφθαλμος [επίθ.]
κοντίτος [ουσ αρσ ] κοντοφτάνω [ρ.]
κοντο– [πρθμ.] κοντόχοντρος [επίθ.]
κοντόβραδο [ουσ ουδ.] κοντοχωριανή [θηλ.ουσ]
κοντόγιομος [επίθ.] κόντρα {χωρ. γεν....
κοντόθωρος [επίθ.] κοντράλτο {χωρ. πληθ...
κοντοκόβω [ρ.] κοντραμπάντο [ουσ ουδ.]
κοντοκρατώ [-είς, -εί... κοντραμπάσο [ουσ ουδ.]
κοντολαίμα [θηλ.ουσ] κοντραμπατζής {κοντραμπα...
κοντολογίς [επίρ.] κόντρα πλακέ [ουσ ουδ.]
κοντομάνικος [επίθ.] κοντραρίζομαι [ρ. παθ.]
κοντόμυαλος [επίθ.] κοντραρίζω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
κοντόν [επίρ.] κοντράρισμα [ουσ ουδ.]
κοντόπαχος [επίθ.] κοντράρω {κόντραρα ...
κοντοπίθαρος [επίθ.] κοντράστ [ουσ ουδ.]
κοντοπνιά [θηλ.ουσ] κοντραστιάζω [ρ.]
κοντοπόδαρος κοντοποδαρ... κοντρεστάρω [ρ.αμτβ.]
κοντός {κοντύτερο... κοντρολαρισμένος [επίθ.]
κοντοστέκομαι {κοντοστάθ... κοντρολάρω {κοντρόλαρ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: