Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εκδικιέμαι (εκδικήθηκ... εκδρομικός [επίθ.]
εκδικούμαι {εκδικείσα... έκδυση [θηλ.ουσ]
εκδιώκω {εξεδίωξα,... εκδύω Ρ αόρ. εξέ...
εκδίωξη {-ης κ. -ώ... εκεί [σύνδ.]
εκδιωχθείς [επίθ.] εκεί [επίρ.]
εκδοθείς [επίθ.] εκειδά [επίρ.]
εκδορά [θηλ.ουσ] εκείθε [επίρ.]
εκδορέας [ουσ αρσ ] εκείθεν [επίρ.]
εκδόριο [ουσ ουδ.] εκείνο [αντων.]
εκδόριος [επίθ.] εκείνοι [αντων.]
εκδοροσφαγέας {εκδοροσφα... εκείνος [επίθ.]
εκδόσεις [θηλ. ουσ πληθ.] εκείνος [δεικτ. αντων.]
έκδοση {-ης κ. -ό... εκεχειρία {εκεχειριώ...
έκδοτα [επίρ.] έκζεμα {εκζέμ-ατο...
εκδότης {εκδοτών} εκζεματώδης [επίθ.]
εκδοτικός [επίθ.] εκζήτηση {-ης κ. -ή...
έκδοτος [επίθ.] έκθαμβος [επίθ.]
εκδότρια [θηλ.ουσ] εκθαμβώνω {εκθάμβω-σ...
εκδούλευση {-ης κ. -ε... εκθαμβωτικός [επίθ.]
εκδοχέας {εκδοχ-είς... εκθάπτω [ρ. μτβ.]
εκδοχή [θηλ.ουσ] εκθειάζω {εκθείασ-α...
έκδοχο {εκδόχ-ου ... εκθειάζων [επίθ.]
εκδρομέας {εκδρομ-εί... εκθείαση [θηλ.ουσ]
εκδρομές [θηλ. ουσ πληθ.] εκθειασμός [ουσ αρσ ]
εκδρομή {-ης κ. -ύ... εκθειαστής [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: