Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θαυματουργώ  
ρήμα αμετάβατο

opera`re mira`coli, fare prodi`gi ((anche in senso figurato)) θαυματoύργησε στο ρόλο του 'Αμλετ == nella parte di Amleto, ha fatto miracoli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαυματουργός θάφτω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---