Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεαματικός  
επίθετο

spettacola`re, spettacolo`so, straordina`rio ((anche in senso figurato)) o αγώνας ήταν θεαματικός == la partita è stata spettacolare | παρατηρείται θεαματική βελτίωση της oικoνoμίας == si nota uno spettacolare miglioramento dell'economia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεαματικά θεαματικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---