Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεατές
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

1 pu`bblico ~m~
2 spettato`ri ~mp~

θεατής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 spettatore ~m~
2 osservato`re ~m~, spettato`re ~m~ πρoτίμησα να παραμείνω θεατής == ho preferito rimanere spettatore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θέαση θεατός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---