Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

usùra (θηλ.ουσ) utilizzabilità (θηλ.ουσ)
usuràio (αρσ. επίθ και ουσ) utilizzàre (ρ. μτβ.)
usuràre (ρ. μτβ.) utilizzatóre (ουσ αρσ )
usuràrio (επίθ.) utilizzazióne (θηλ.ουσ)
usurpaménto (ουσ αρσ ) utilìzzo (ουσ αρσ )
usurpàre (ρ. μτβ.) utilménte (επίρ.)
usurpatìvo (επίθ.) utopìa (θηλ.ουσ)
usurpatóre (ουσ αρσ ) utòpico (επίθ.)
usurpazióne (θηλ.ουσ) utopìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
utensìle, utènsile (ουσ αρσ ) utopìstico (επίθ.)
utensilerìa (θηλ.ουσ) utriculària (θηλ.ουσ)
utènte (ουσ αρσ και θηλ.) ùva (θηλ.ουσ)
utènza (θηλ.ουσ) uvàceo (επίθ.)
uterìno (επίθ.) ùvea (θηλ.ουσ)
ùtero (ουσ αρσ ) uveàle (επίθ.)
ùtile (ουσ αρσ ) uveìte (θηλ.ουσ)
ùtile (επίθ.) uvétta (θηλ.ουσ)
utilità (θηλ.ουσ) uvìfero (επίθ.)
utilitària (θηλ.ουσ) uvulàre (θηλ. επίθ και ουσ)
utilitàrio (ουσ αρσ ) uvulìte (θηλ.ουσ)
utilitàrio (επίθ.) uxoricìda (ουσ αρσ και θηλ.)
utilitarìsmo (ουσ αρσ ) uxoricìda (επίθ.)
utilitarìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) uxoricìdio (ουσ αρσ )
utilitarìstico (επίθ.) uxòrio (επίθ.)
utilizzàbile (επίθ.) ùzzolo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: