Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αβαν(–)γκάρντ  
ουσιαστικό θηλυκό

avagua`rdia ~f~

αβαν(–)γκάρντ
επίθετο

di avangua`rdia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άβαλτος αβανιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---