Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αβόλευτος  
επίθετο

1 cose non sistema`to; non rime`sso in o`rdine άφησε το σπίτι αβόλευτο==ha lasciato la casa in disordine
2 di persona che si ada`tta con difficoltà; diffi`cile
3 di persona non anco`ra sistema`to ακόμα αβόλευτος είναι ο γιος του==suo figlio non è ancora sistemato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άβολα άβολος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---