Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αχώνευτος  
επίθετο

1 non digeri`to
2 indige`sto; indigeri`bile
3 ((figurato)) persona indige`sto; antipa`tico τι αχώνευτος άνθρωπος==come mi sta sullo stomaco quell'uomo!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αχώ αχώρετος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---