GrecoItaliano


αέριο  
ουσιαστικό ουδέτερο

gas ~m~ φωτιστικό αέριο==gas illuminante | δακρυγόνο αέριο==gas lacrimogeno | τοξικό αέριο==gas tossico | θάλαμος αερίων==camera a gas

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το δακρυγόνο αέριο = gas [αρσ. άκλ.] lacrimogeno



Sfoglia il dizionario




{{ID:AERIO100}}