GrecoItaliano


αερομοντελιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

aeromodelli`sta ~m~

αερομοντελίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αερομοντελιστής ^-ή, ο^]
2 aeromodelli`sta ~f~

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AEROMONTELISTHS100}}