GrecoItaliano


αφερέγγυος  
επίθετο

insolve`nte; insolvi`bile

αφερεγγυότατος
επίθετο

superlativo di [αφερέγγυος]

αφερεγγυώτατος
επίθετο

superlativo di [αφερέγγυος]

αφερεγγυότερος
επίθετο

comparativo di [αφερέγγυος]

αφερεγγυώτερος
επίθετο

comparativo di [αφερέγγυος]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AFEREGGYOS100}}
---CACHE---