Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφηρημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αφαιρώ]
2 distra`tto συγνώμη, ήμουν αφηρημένος==scusami, ma ero distratto!
3 astra`tto αφηρημένες έννοιες==concetti astratti
4 τέχνη astra`tto

αφαιρεμένος
επίθετο

variante di [αφηρημένος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφηρημένα αφησμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η αφηρημένη τέχνη = arte [αρσ.] astratta


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---