Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αγεφύρωτος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αγεφύρωτος  
επίθετο

1 senza ponti αγεφύρωτο ποτάμι==fiume privo di ponti
2 ((figurato)) incolma`bile; invalica`bile αγεφύρωτο χάσμα==un abisso incolmabile

permalink
‹ άγευστος
αγεωγράφητος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αγεροχρώματος [επίθ.]
αγεροχτυπημένος [επίθ.]
άγερτος [επίθ.]
αγέρωχος [επίθ.]
άγευστος [επίθ.]
αγεφύρωτος [επίθ.]
αγεωγράφητος [επίθ.]
αγεώργητος [επίθ.]
άγημα {αγήμ-ατος...
αγήραστος [επίθ.]
αγηροκόμητος [επίθ.]
άγια [ουσ ουδ πληθ.]
αγιάζι {χωρ. γεν....
αγιάζω {αγίασ-α (...
αγιάζω {αγίασ-α (...
α-Γιάννης ο gen τ' α...
άγιασμα {αγιάσμ-ατ...
αγίασμα [ουσ ουδ.]
αγιασμένος [επίθ.]
αγιασμός [ουσ αρσ ]


{{ID:AGEFYRWTOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti