GrecoItaliano


αγγελιοφόρος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

messagge`ro ~m~; messo ~m~

αγγελιαφόρος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

variante di [αγγελιοφόρος ^-ου, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AGGELIOFOROS100}}
---CACHE---