αγγελιοφόρος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
messagge`ro ~m~; messo ~m~
αγγελιαφόρος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
variante di [αγγελιοφόρος ^-ου, ο^]
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
messagge`ro ~m~; messo ~m~
αγγελιαφόρος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
variante di [αγγελιοφόρος ^-ου, ο^]
permalink
αγγελιαφόρος [ουσ αρσ και θηλ.]
αγγελιοφόρος [ουσ αρσ και θηλ.]
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
