GrecoItaliano


αγιότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

santità ~f~

αγιότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αγιότητα ^-ας, η^]

αγιότη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αγιότητα]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AGIOTHTA100}}
---CACHE---