Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγοράκι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 bambi`no ~m~; fanciu`llo ~m~ 2 fantoli`no ~m~; pupo ~m~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαένα αγοράκι = un bambino [αρσ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |