Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αγοράκι

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αγοράκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 bambi`no ~m~; fanciu`llo ~m~
2 fantoli`no ~m~; pupo ~m~

permalink
‹ αγοραίος
αγορανομία ›


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ένα αγοράκι = un bambino [αρσ.]



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αγονία {χωρ. πληθ...
άγονος [επίθ.]
αγορά [θηλ.ουσ]
αγοράζω {αγόρασ-α,...
αγοραίος [επίθ.]
αγοράκι [ουσ ουδ.]
αγορανομία {αγορανομι...
αγορανομικός [επίθ.]
αγοραπωλησία {αγοραπωλη...
αγορασμένος [επίθ.]
αγοραστής [ουσ αρσ ]
αγοραστικός [επίθ.]
αγοράστρια {αγοραστρι...
αγοραφοβία {χωρ. πληθ...
αγοραφοβικός [επίθ.]
αγόρευση {-ης κ. -ε...
αγορεύω {αγόρευσα}...
αγορητής {αγορητριώ...
αγορήτρια {αγορητριώ...
αγόρι [ουσ ουδ.]


{{ID:AGORAKI100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti