GrecoItaliano


αγουροφάης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αγουροφάγος]

αγουροφάος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αγουροφάγος]

αγουροφάς
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αγουροφάγος]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AGOYROFAGOS100}}