Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αγριο–

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αγριο–  
πρόθεμα

[primo elemento di composti nei quali significa:] selva`ggio, selva`tico, fero`ce

άγριον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [άγριο]

permalink
‹ Αγρινιώτισσα
αγριοαγκαθιά ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αγριμόνια [θηλ.ουσ]
αγρίνιαστος [επίθ.]
Αγρίνιο {Αγρινίου}
Αγρινιώτης [ουσ αρσ ]
Αγρινιώτισσα [θηλ.ουσ]
αγριο– [πρθμ.]
αγριοαγκαθιά [θηλ.ουσ]
αγριόβατο [ουσ ουδ.]
αγριοβελανιδιά [θηλ.ουσ]
αγριοβυσσινιά [θηλ.ουσ]
αγριογάδαρος [ουσ αρσ ]
αγριόγατα {σπάν. αγρ...
αγριογκινάρα [θηλ.ουσ]
αγριογούρουνο [ουσ ουδ.]
αγριογυναίκα [θηλ.ουσ]
αγριοδαμάσκηνο [ουσ ουδ.]
αγριοζιζυφιά [θηλ.ουσ]
αγριοκάστανο [ουσ ουδ.]
αγριόκατα [θηλ.ουσ]
αγριόκατος [ουσ αρσ ]


{{ID:AGRIO100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti