GrecoItaliano


αγριότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ferocia ~f~; selvaticità ~f~
2 brutalità ~f~; crude`zza ~f~; efferate`zza ~f~; crudeltà ~f~; incleme`nza ~f~
3 rozze`zza ~f~; rude`zza ~f~

αγριότη
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αγριότητα ^-ας, η^]

αγριότητες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

barba`rie ~fp~; atrocità ~fp~ οι αγριότητες του πολέμου==le atrocità della guerra

αγριότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αγριότητα ^-ας, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AGRIOTHTA100}}