GrecoItaliano


αιμομεικτικός  
επίθετο

incestuo`so αιμομικτική σχέση==legame incestuoso

αιμομικτικός
επίθετο

variante di [αιμομεικτικός ^-ή, -ό^]

αιμομιχτικός
επίθετο

variante di [αιμομεικτικός ^-ή, -ό^]

αιμομειχτικός
επίθετο

variante di [αιμομεικτικός ^-ή, -ό^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AIMOMEIKTIKOS100}}
---CACHE---