GrecoItaliano


αινιγματικός  
επίθετο

enigma`tico; misterio`so; sibilli`no αινιγματικό χαμόγελο==sorriso enigmatico

αινιγματικότατος
επίθετο

superlativo di [αινιγματικός]

αινιγματικώτατος
επίθετο

superlativo di [αινιγματικός]

αινιγματικότερος
επίθετο

comparativo di [αινιγματικός]

αινιγματικώτερος
επίθετο

comparativo di [αινιγματικός]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AINIGMATIKOS100}}
---CACHE---