Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αισχύνη

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αισχύνη  
ουσιαστικό θηλυκό

disono`re ~m~; ignomi`nia ~f~; infa`mia ~f~; gra`ve vergo`gna ~f~

permalink
‹ Αισχύλος
αισχυντηλία ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αισχρότερος [επίθ.]
αισχρότερος [επίθ.]
αισχρότητα {αισχροτήτ...
αισχύλιος [επίθ.]
Αισχύλος [κύρ.όν. αρσ.]
αισχύνη {χωρ. πληθ...
αισχυντηλία [θηλ.ουσ]
αισχυντηλός [επίθ.]
αισχυντηλότατος [επίθ.]
αισχυντηλότερος [επίθ.]
αισχύνω [ρ. μτβ.]
αισώπειος [επίθ.]
Αίσωπος {Αισώπου} ...
αίτημα {αιτήμ-ατο...
αίτηση {-ης κ. -ή...
αϊτήσιος [επίθ.]
αιτητικός [επίθ.]
αιτία {αιτιών}
αιτίαση {-ης κ. -ά...
αιτιατική [θηλ.ουσ]


{{ID:AISCYNH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti