GrecoItaliano


αισθητικός  
επίθετο

este`tico

αισθητικός  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

estetista ^mf^

αισθητικότατος
επίθετο

superlativo di [αισθητικός]

αισθητικώτατος
επίθετο

superlativo di [αισθητικός]

αισθητικότερος
επίθετο

comparativo di [αισθητικός]

αισθητικώτερος
επίθετο

comparativo di [αισθητικός]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AISQHTIKOS100}}
---CACHE---