GrecoItaliano


αιωνιότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

eternità ~f~; perennità ~f~; perpetuità ~f~

αιωνιότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αιωνιότητα]

αιωνιότη
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αιωνιότητα]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AIWNIOTHTA100}}
---CACHE---