Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ακονόπετρα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ακονόπετρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 affilacolte`lli ~m~
2 co`te ~f~
3 lapide`llo ~m~
4 pie`tra ~f~ per affila`re

permalink
‹ ακονιστής
ακοντίζω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ακονίζω {ακόνισ-α,...
ακόνισμα [ουσ ουδ.]
ακονισμένος [επίθ.]
ακονιστήρι [ουσ ουδ.]
ακονιστής [ουσ αρσ ]
ακονόπετρα [θηλ.ουσ]
ακοντίζω {ακόντισ-α...
ακόντιο {ακοντί-ου...
ακοντισμός [ουσ αρσ ]
ακοντιστής {ακοντιστρ...
ακοντίστρια [θηλ.ουσ]
ακονώ aor ακονίσ...
ακοπάνητος [επίθ.]
ακοπάνιγος [επίθ.]
άκοπος [επίθ.]
ακόρεστα [επίρ.]
ακόρεστος [επίθ.]
ακορντεόν {άκλ.}
ακορντεονίστρια [θηλ.ουσ]
ακοσκίνιγος [επίθ.]


{{ID:AKONOPETRA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti