Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακτίνα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ra`ggio ~m~ οι ακτίνες του ήλιου==i raggi del sole | υπέρυθρες ακτίνες==raggi infrarossi | υπεριώδεις ακτίνες==raggi ultravioletti 2 geometria ra`ggio ~m~ ακτίνα κύκλου==raggio di un cerchio 3 armi gitta`ta ~f~; porta`ta ~f~ ακτίνα βολής==militare raggio di tiro 4 ((figurato)) porta`ta ~f~ ακτίνα δράσης==raggio d'azione αχτίνα ουσιαστικό θηλυκό variante di [ακτίνα ^-ας, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |