GrecoItaliano


αλάτι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 sale ~m~ μια πρέζα αλάτι==una presa di sale | χοντρό αλάτι==sale grosso | ψιλό αλατι==sale fino | μαγερικό αλάτι==sale da cucina | ορυκτό αλάτι==sale minerale | αγγλικό αλάτι==sale inglese | άλατα για το μπάνιο==sali da bagno
2 ((figurato)) eleme`nto ~m~ vita`le, importa`nte το αλάτι της γης==il sale della terra | το αλάτι της ζωής==il sale della vita

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τον έκανε τ'αλατιού = l'ha pestato || τα άλατα μπάνιου = sali [αρσ. πλυθ.] da bagno



Sfoglia il dizionario




{{ID:ALATI100}}
---CACHE---