Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αλευροποιημένος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αλευροποιημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αλευροποιώ]
2 macina`to
3 sfarina`to

permalink
‹ αλευρόμυλος
αλευροποίηση ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αλετροχέρα [θηλ.ουσ]
αλεύκαντος [επίθ.]
αλεύρι {αλευρ-ιού...
άλευρο {αλεύρου}
αλευρόμυλος [ουσ αρσ ]
αλευροποιημένος [επίθ.]
αλευροποίηση [θηλ.ουσ]
αλευροποιός [ουσ αρσ ]
αλευροποιώ {-εις...} ...
αλευρώδης [επίθ.]
αλεύρωμα {αλεωρί-ου...
αλευρωμένος [επίθ.]
αλευρώνομαι aor αλευρώ...
αλευρώνω {αλεύρω-σα...
αλευτέρωτος [επίθ.]
αληδόνα [θηλ.ουσ]
αλήθεια {αλήθ-ειας...
αλήθεια [επίρ.]
αλήθεια! [επιφ.]
αληθεμένος [επίθ.]


{{ID:ALEYROPOIHMENOS100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti