GrecoItaliano


αλκολικός  
επίθετο

alco`lico

αλκολικός  
ουσιαστικό αρσενικό

πότης alcolizza`to ~m~; affe`tto ~m~ da alcoli`smo

αλκοολικός
επίθετο

variante di [αλκολικός ^-ή/-ιά -ό^]

αλκοολικός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αλκολικός ^-ού, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ALKOLIKOS100}}
---CACHE---