GrecoItaliano


αλμύρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 salse`dine ~f~ η αλμύρα της θάλασσας==la salsedine del mare
2 salamo`ia ~f~

αρμύρα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αλμύρα ^-ας, η^]

αλμυρά  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

gastronomia salati`ni ~mp~

αρμυρά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

variante di [αλμυρά]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ALMYRA100}}
---CACHE---